- ζητηματικός
- ζητ-ηματικός, ή, όν,A = ζητητικός 2, Sch.Pl.p.212H.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζητηματικός — ζητηματικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αναζήτηση τής αλήθειας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζήτημα, τος + καταλ. ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγένιο Βούλγαρη] … Dictionary of Greek
ζητηματικός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζητηματικοῦ — ζητηματικός masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)